Πύθωνι

Πύθωνι
Πύ̱θωνι , Πύθων
of divination
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Πυθῶνι — Πῡθῶνι , Πυθών fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπόδειος — και ιων. τ. τριποδήϊος, ον, και ποιητ. τ. θηλ. τριποδηΐς, ίδος, ΜΑ [τρίπους, οδος] αυτός που έχει τρία πόδια, τρίποδος (α. «οὔπω μοι Πυθῶνι μέλει τριποδήϊος ἕδρη», Καλλ. β. «τριποδηΐδι σύμπλοκον ἕδρῃ, Νόνν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”